γλύκων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλύκων]], ο (Α)<br /><b>ειρων.</b> [[απονήρευτος]], [[αφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]]. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα <i>Γλύκων</i> ([[πρβλ]]. [[πλατύς]]- [[Πλάτων]]), απ' όπου προήλθε και το επίθ. [[γλυκώνειος]]].
|mltxt=[[γλύκων]], ο (Α)<br /><b>ειρων.</b> [[απονήρευτος]], [[αφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]]. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα <i>Γλύκων</i> ([[πρβλ]]. [[πλατύς]]- [[Πλάτων]]), απ' όπου προήλθε και το επίθ. [[γλυκώνειος]]].
}}
{{pape
|ptext=ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. <i>Eccl</i>. 985.
}}
}}

Revision as of 16:35, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύκων Medium diacritics: γλύκων Low diacritics: γλύκων Capitals: ΓΛΥΚΩΝ
Transliteration A: glýkōn Transliteration B: glykōn Transliteration C: glykon Beta Code: glu/kwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, sweet one: ὦ γλύκων you dear sílly creature! Ar. Ec.985.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
dulce amigo en sent. irón., Ar.Ec.985
def. como εὐήθης Hsch., EM 235.6G., Phot.γ 155.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύκων -ωνος, ὁ γλυκύς alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.).

Russian (Dvoretsky)

γλύκων: (ῠ) ὁ милый друг (только voc. ὦ γ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

γλύκων: ὁ, ὁ γλυκύς, ὦ γλύκων, ὡς τὸ ὦ γλυκύτατε (γλυκὺς I. 2), προσφώνησις οἰκειότητος περιλαμβάνουσα καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ καλούμενος φίλος εἶναι εὐήθης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 985.

Greek Monolingual

γλύκων, ο (Α)
ειρων. απονήρευτος, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα Γλύκων (πρβλ. πλατύς- Πλάτων), απ' όπου προήλθε και το επίθ. γλυκώνειος].

German (Pape)

ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. Eccl. 985.