νεφώδης: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεφ-ώδης, ες [[νέφος]] = [[νεφοειδής]], Strab.] | |mdlsjtxt=νεφ-ώδης, ες [[νέφος]] = [[νεφοειδής]], Strab.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[νεφελοειδής]], Arist. und Folgde. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, A = νεφοειδής, like a cloud, Str.3.2.7. II cloudy, bringing clouds, ὁ νότος Arist.Pr.942a35. 2 of the voice, husky, Id.Aud.800a14.
Russian (Dvoretsky)
νεφώδης:
1) нагоняющий тучи, облачный (ὁ Νότος Arst.);
2) (как бы) окутанный облаком, т. е. приглушенный, глухой (φωνή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νεφώδης: -ες, = νεφοειδής, ὅμοιος πρὸς νέφος, Στράβ. 145. ΙΙ. συννεφώδης, ἐγείρων ἢ φέρων σύννεφα, ὁ νότος Ἀριστ. Προβλ. 26. 20. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 3.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ νεφώδης, -ῶδες) νέφος
1. όμοιος με νέφος, νεφοειδής
2. αυτός που προκαλεί συννεφιά, που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ νότος ὅταν μὲν ἐλάττων ἦ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
καλυμμένος με νέφη, συννεφιασμένος
αρχ.
(για φωνή) βραχνή, βαθιά («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῦ καταπεπνιγμέναι», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
νεφώδης: -ες (νέφος), = νεφοειδής, όμοιος με νέφος, σε Στράβ.
Middle Liddell
νεφ-ώδης, ες νέφος = νεφοειδής, Strab.]
German (Pape)
ες, = νεφελοειδής, Arist. und Folgde.