τυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | |mltxt=-ες / [[τυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τύλη]]/[[τύλος]]<br />όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες [[εξόγκωμα]]» β. «[[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] τύλους («τυλώδες [[χέρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυλώδες [[έλκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[έλκος]] με [[παλιά]] και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, zusammengezogen statt [[τυλοειδής]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
Greek Monolingual
-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
German (Pape)
ες, zusammengezogen statt τυλοειδής, Plut.