οἰνόεις: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἰνόεις]], εσσα, εν [[οἶνος]]<br />of or with [[wine]]. | |mdlsjtxt=[[οἰνόεις]], εσσα, εν [[οἶνος]]<br />of or with [[wine]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>von, mit Wein [[gemacht]]</i>, ἡ [[οἰνοῦττα]], att. zusammengezogen = οἰνόεσσα,<br><b class="num">1</b> <i>ein aus [[Graupen]], [[Wasser]], Öl und Wein gemachter Brei oder [[Kuchen]]</i>, den [[besonders]] die athenischen [[Ruderer]] bekamen, Ar. <i>Plut</i>. 1121, vgl. Böckhs <i>Staatshaush</i>. I p. 309 und Ath. IV.114f, Poll. 6.23, 76.<br><b class="num">2</b> <i>eine [[Pflanze]]</i>, Arist. bei Ath. X.429d, Ael. <i>V.H</i>. 2.40. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, of or with wine; v. οἰνοῦττα.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att. ἡ οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d'orge, d'eau, d'huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνον ἢ πλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.
Greek Monolingual
οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Greek Monotonic
οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.
Middle Liddell
οἰνόεις, εσσα, εν οἶνος
of or with wine.
German (Pape)
εσσα, εν, von, mit Wein gemacht, ἡ οἰνοῦττα, att. zusammengezogen = οἰνόεσσα,
1 ein aus Graupen, Wasser, Öl und Wein gemachter Brei oder Kuchen, den besonders die athenischen Ruderer bekamen, Ar. Plut. 1121, vgl. Böckhs Staatshaush. I p. 309 und Ath. IV.114f, Poll. 6.23, 76.
2 eine Pflanze, Arist. bei Ath. X.429d, Ael. V.H. 2.40.