ταυρεία: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (pape replacement) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ταυρέα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, A bull's hide, ox-hide, hence, 1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2). 2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.
German (Pape)
= ταυρέα.