τριχίας: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ὁ, <i>der [[Haarige]], [[Behaarte]]</i>, Poll. 4.148.<br /><b class="num">2</b> ὁ, = [[τριχίς]]; Arist. <i>H.A</i>. 8.13; Dorio und Nicochar. bei Ath. VII.328e; Poll. 2.24.
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίας Medium diacritics: τριχίας Low diacritics: τριχίας Capitals: ΤΡΙΧΙΑΣ
Transliteration A: trichías Transliteration B: trichias Transliteration C: trichias Beta Code: trixi/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A one that is hairy, Poll.4.148 sq. II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e. III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχίας: ου ὁ Arst. = τριχίς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίαςκάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρ-ίας)].

German (Pape)

1 ὁ, der Haarige, Behaarte, Poll. 4.148.
2 ὁ, = τριχίς; Arist. H.A. 8.13; Dorio und Nicochar. bei Ath. VII.328e; Poll. 2.24.