γλέφαρον: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]].
|lsmtext='''γλέφαρον:''' τό, Αιολ. αντί [[βλέφαρον]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dor. = [[βλέφαρον]], Pind. <i>Ol</i>. 3.12.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλέφᾰρον Medium diacritics: γλέφαρον Low diacritics: γλέφαρον Capitals: ΓΛΕΦΑΡΟΝ
Transliteration A: glépharon Transliteration B: glepharon Transliteration C: glefaron Beta Code: gle/faron

English (LSJ)

τό, Aeolic for βλέφαρον, Pi. O. 3.12, etc.

Spanish (DGE)

v. βλέφαρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.

Greek (Liddell-Scott)

γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.

English (Slater)

γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
   a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
   b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
   c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.

Greek Monolingual

το
βλ. βλέφαρο.

Greek Monotonic

γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.

German (Pape)

τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.