κραδαλός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδαλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται εύκολα, [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] με σημ. «το [[άκρο]] του κλαδιού (που σείεται)» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλό</i>-<i>ς</i> ([[πρβλ]]. [[ομαλός]], [[τροχαλός]])].
|mltxt=[[κραδαλός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που κραδαίνεται εύκολα, [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κράδη]] με σημ. «το [[άκρο]] του κλαδιού (που σείεται)» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλό</i>-<i>ς</i> ([[πρβλ]]. [[ομαλός]], [[τροχαλός]])].
}}
{{pape
|ptext=von [[κραδαίνω]], <i>[[leicht]] zu [[schwingen]], zu [[erschüttern]]</i>, Eust. 1165.20.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδᾰλός Medium diacritics: κραδαλός Low diacritics: κραδαλός Capitals: ΚΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: kradalós Transliteration B: kradalos Transliteration C: kradalos Beta Code: kradalo/s

English (LSJ)

ή, όν, quivering, Eust.1165.20.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.

Greek Monolingual

κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομαλός, τροχαλός)].

German (Pape)

von κραδαίνω, leicht zu schwingen, zu erschüttern, Eust. 1165.20.