πυρρότης: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πυρρός]]<br />(για [[τρίχες]]) η [[ιδιότητα]] του κόκκινου, η [[ερυθρότητα]] («ἡ [[πυρρότης]] [[ὥσπερ]] [[ἀρρωστία]] τριχός», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ητος, ἡ, Α [[πυρρός]]<br />(για [[τρίχες]]) η [[ιδιότητα]] του κόκκινου, η [[ερυθρότητα]] («ἡ [[πυρρότης]] [[ὥσπερ]] [[ἀρρωστία]] τριχός», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Feuerfarbe]], [[rötliche]], goldgelbe [[Farbe]]</i>, Arist. <i>gen.anim</i>. 5.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, redness, of hair, Arist.GA785a20, Gal.6.21.
Russian (Dvoretsky)
πυρρότης: ητος ἡ огненно-красный или темно-оранжевый цвет Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρότης: -ητος, ἡ, τὸ πυρρὸν χρῶμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 3, Γαλλην.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α πυρρός
(για τρίχες) η ιδιότητα του κόκκινου, η ερυθρότητα («ἡ πυρρότης ὥσπερ ἀρρωστία τριχός», Αριστοτ.).
German (Pape)
ητος, ἡ, Feuerfarbe, rötliche, goldgelbe Farbe, Arist. gen.anim. 5.5.