ἀκύλιστος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
|mltxt=και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α [[ἀκύλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀκύλιστος]] [[κραδίη]]», ψυχρή, ατρόμητη [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[κυλιστός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐκύλισα</i>, [[κυλίω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nicht fortzuwälzen, fest</i>, [[κραδίη]] Timon. bei [[Athen]]. IV.162f; οὐκ [[ἀκύλιστος]], [[gewandt]], Id. bei Sext.Emp. <i>adv. Math</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύλιστος Medium diacritics: ἀκύλιστος Low diacritics: ακύλιστος Capitals: ΑΚΥΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akýlistos Transliteration B: akylistos Transliteration C: akylistos Beta Code: a)ku/listos

English (LSJ)

ον, A not to be rolled about: metaph., κραδίη ἀ. an undaunted heart, Timo 16. II of Protagoras, οὐκ ἀ. not without volubility or versatility, Id.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
inamovible κραδίη Timo SHell.790, de Protágoras, Timo SHell.779.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύλιστος: (ῠ) досл. с трудом катящийся, перен. неповоротливый: οὐκ ἀ. Sext. бойкий.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύλιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυλίσῃ τῇδε κἀκεῖσαι: μεταφ. κραδίη ἀκ., ἄτρομος καρδία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 162F. ΙΙ. περὶ Πρωταγόρου, οὐκ. ἀκ. οὐχὶ ἄνευ εὐστροφρίας γλώσσης, ἢ εὐτραπελίας, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 57.

Greek Monolingual

και ακύλητος και ακύλιγος, -η, -ο (Α ἀκύλητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά
νεοελλ.
αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου
αρχ.
φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + κυλιστός < ἐκύλισα, κυλίω.

German (Pape)

nicht fortzuwälzen, fest, κραδίη Timon. bei Athen. IV.162f; οὐκ ἀκύλιστος, gewandt, Id. bei Sext.Emp. adv. Math. 8.