λοχεύτρια: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λοχεύτρια]], ἡ (ΑM [[λοχεύω]]<br />η [[λεχώνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μαία]], η [[μαμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) η [[μητέρα]], η [[δημιουργός]] («ἡ τοῦ ψεύδους [[λοχεύτρια]] [[ποίησις]]», λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=[[λοχεύτρια]], ἡ (ΑM [[λοχεύω]]<br />η [[λεχώνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[μαία]], η [[μαμμή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ποίηση]]) η [[μητέρα]], η [[δημιουργός]] («ἡ τοῦ ψεύδους [[λοχεύτρια]] [[ποίησις]]», λεξ. [[Σούδα]]).
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Kindbetterin]], [[Gebärerin]]</i>, Suid. – <i>Die [[Hebamme]], Schol. Il</i>. 16.187.
}}
}}

Revision as of 16:51, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεύτρια Medium diacritics: λοχεύτρια Low diacritics: λοχεύτρια Capitals: ΛΟΧΕΥΤΡΙΑ
Transliteration A: locheútria Transliteration B: locheutria Transliteration C: locheytria Beta Code: loxeu/tria

English (LSJ)

ἡ, A woman in childbed, metaph. as adjective, ἡ τοῦ ψεύδους λ. ποίησις Anon. ap. Suid. s.v. Ἀδάμ. II midwife, Sch.D Il.16.187.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεύτρια: ἡ, ἡ λεχώ, ἡ τεκοῦσα, ἡ μήτηρ, Ἀνών. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μαῖα, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 187.

Greek Monolingual

λοχεύτρια, ἡ (ΑM λοχεύω
η λεχώνα
αρχ.
1. η μαία, η μαμμή
2. μτφ. (για την ποίηση) η μητέρα, η δημιουργός («ἡ τοῦ ψεύδους λοχεύτρια ποίησις», λεξ. Σούδα).

German (Pape)

ἡ, die Kindbetterin, Gebärerin, Suid. – Die Hebamme, Schol. Il. 16.187.