καταφάσκω: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταφάσκω]])<br />[[λέγω]] «ναι», [[επιβεβαιώνω]], συγκατατίθεμαι, [[συγκατανεύω]], [[απαντώ]] καταφατικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ [[συγγραφεύς]], εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]] «[[λέγω]]»].
|mltxt=(AM [[καταφάσκω]])<br />[[λέγω]] «ναι», [[επιβεβαιώνω]], συγκατατίθεμαι, [[συγκατανεύω]], [[απαντώ]] καταφατικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ [[συγγραφεύς]], εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάσκω]] «[[λέγω]]»].
}}
{{pape
|ptext=([[φάσκω]]), = [[κατάφημι]], <i>[[bejahen]], [[beistimmen]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφάσκω Medium diacritics: καταφάσκω Low diacritics: καταφάσκω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΣΚΩ
Transliteration A: katapháskō Transliteration B: kataphaskō Transliteration C: katafasko Beta Code: katafa/skw

English (LSJ)

= κατάφημι, Phld.Piet.123, Ph.1.104; περί τινος Gal. 10.37,al.; answer in the affirmative, ἐρώτησιν Id.7.526:—Pass., A.D. Synt.245.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταφάσκω: κατάφημι, κ. καὶ ἐπινεύει λέγω Φίλων 1. 104· βαβαιῶ περί τινος, τί τινος Εὐσταθ. Πονημάτ. 50. 81, κτλ.· καὶ τὸ παθητ., οὐδὲ συγγραφεὺς καταφάσκεται εἰς μνησικακίαν ὁ αὐτ. ἐν. σ. 114, 68.

Greek Monolingual

(AM καταφάσκω)
λέγω «ναι», επιβεβαιώνω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω, απαντώ καταφατικά
μσν.-αρχ.
(φρ) «καταφάσκομαι εἰς...» — θεωρούμαι ως... («οὐδὲ συγγραφεύς, εἴ που μνήμας τοιαύτας ὑποκινεῖ, καταφάσκεται εἰς μνησίκακον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φάσκω «λέγω»].

German (Pape)

(φάσκω), = κατάφημι, bejahen, beistimmen, Sp.