τριώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que tiene tres nombres]] de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη <b class="b3">escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene</b> P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη <b class="b3">por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres</b> P IV 2821  
|esmgtx=-ον [[que tiene tres nombres]] de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη <b class="b3">escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene</b> P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη <b class="b3">por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres</b> P IV 2821  
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreinamig]], drei [[Namen]] [[habend]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:53, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώνῠμος Medium diacritics: τριώνυμος Low diacritics: τριώνυμος Capitals: ΤΡΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: triṓnymos Transliteration B: triōnymos Transliteration C: trionymos Beta Code: triw/numos

English (LSJ)

ον, having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).

Spanish

que tiene tres nombres

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία ονόματα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο
μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους
2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»
(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Léxico de magia

-ον que tiene tres nombres de Hécate-Selene-Ártemis εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη, ... τρικάρανε, τριώνυμε Μήνη escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor, tricéfala, que tienes tres nombres, Mene P IV 2546 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τρικάρανε, τριώνυμε Σελήνη por ello te llaman Hécate, tricéfala, Selene de tres nombres P IV 2821

German (Pape)

dreinamig, drei Namen habend, Sp.