ὑψίπρυμνος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-πρυμνος, ον, [[πρύμνα]]<br />with [[high]] [[stern]], Strab. | |mdlsjtxt=ὑψί-πρυμνος, ον, [[πρύμνα]]<br />with [[high]] [[stern]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hohem [[Hinterteile]]</i>, Strab. 4.4.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with high stern, Str.4.4.1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la poupe élevée.
Étymologie: ὕψι, πρύμνα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπρυμνος: -ον, ὁ ὑψηλὴν ἔχων πρύμναν, Στράβ. 195.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπρυμνος, -ον, ΝΜΑ, και ὑψόπρυμνος Α
αυτός που έχει ψηλή πρύμνη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρυμνο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρυμνο»
ναυτ. πλοίο με υψηλή πρύμνη, χαρακτηριστικό τών πλοίων του μεσαίωνα, στα οποία η πρύμνη έφερε ογκώδες υπερστέγασμα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη διαμονή του κυβερνήτη και τών αξιωματικών, πάνω από το οποίο υπήρχε το επίστεγο, κν. κάσαρο, που χρησίμευε ως γέφυρα του σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εὔ-πρυμνος].
Greek Monotonic
ὑψίπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει υψηλή πρύμνη, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὑψί-πρυμνος, ον, πρύμνα
with high stern, Strab.
German (Pape)
mit hohem Hinterteile, Strab. 4.4.1.