νυκτίγαμος: Difference between revisions
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έρχεται σε γάμο [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, δηλ. [[κρυφά]] («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]). | |mltxt=[[νυκτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έρχεται σε γάμο [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας, δηλ. [[κρυφά]] («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich bei [[Nacht]] vermählend</i>, Mus. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, wedding by night, secretly, Musae.7.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίγᾰμος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς εἰς γάμον ἐρχόμενος, Μουσαῖ. 7.
Greek Monolingual
νυκτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που έρχεται σε γάμο κατά τη διάρκεια της νύχτας, δηλ. κρυφά («Ἡροῦς νυκτιγάμου», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + γάμος).
German (Pape)
sich bei Nacht vermählend, Mus. 7.