οἰκοφθόρος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἄσωτος]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[φθείρω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | |mantxt=(=[[ἄσωτος]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[φθείρω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>das Haus [[vernichtend]]</i>; [[ἀνήρ]], Eur. frg., von Hesych. [[μοιχός]] erkl.; <i>das [[Vermögen]] [[vergeudend]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. III.689d; [[einzeln]] bei Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311. II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d'adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοφθόρος: ὁ разоритель, расточитель Plat.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.
Greek Monotonic
οἰκοφθόρος: ὁ (φθείρω), αυτός που καταστρέφει ένα σπίτι, άσωτος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
οἰκο-φθόρος, ὁ, φθείρω
one who ruins a house, a prodigal, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἄσωτος). Ἀπό τό οἶκος + φθείρω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη οἶκος.
German (Pape)
das Haus vernichtend; ἀνήρ, Eur. frg., von Hesych. μοιχός erkl.; das Vermögen vergeudend, Plat. Legg. III.689d; einzeln bei Sp.