διποδισμός: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διποδισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[φυσικός]] [[βηματισμός]] του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και [[στήριξη]] τών διαγώνιων ποδιών του<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χορού, [[διποδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδισμός]]. | |mltxt=ο (AM [[διποδισμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[φυσικός]] [[βηματισμός]] του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και [[στήριξη]] τών διαγώνιων ποδιών του<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] χορού, [[διποδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποδισμός]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der Tanz [[διποδία]]</i>, Hesych., wo man διποδιασμός [[vermutet]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = διποδία ΙΙ, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cierto baile en Lacedemonia, Ath.630a, Hsch.s.u. διποδία.
Greek Monolingual
ο (AM διποδισμός)
νεοελλ.
ο φυσικός βηματισμός του αλόγου που γίνεται με διαδοχική ύψωση και στήριξη τών διαγώνιων ποδιών του
αρχ.
είδος χορού, διποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ποδισμός.