γληνοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γληνοειδής]] -ές [[γλήνη]], [[εἶδος]] concaaf, holrond. Hp. Art. 79. | |elnltext=[[γληνοειδής]] -ές [[γλήνη]], [[εἶδος]] concaaf, holrond. Hp. Art. 79. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>einem [[γλῆνος]] 2) [[ähnlich]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:59, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, like a γλήνη 111, opp. κοτυλοειδής, Hp.Art.79; κοιλότης Gal.UP2.11: ἀποφύσεις Id.2.760.
Spanish (DGE)
-ές
medic. de aspecto poco profundo, e.e. semejante a una γλήνη (cf. s.u. II), por op. a κοτυλοειδής Hp.Art.79, γ. κοιλότης cavidad poco profunda Gal.3.132, 149, cf. Pall.in Hp.Fract.72.28, 73.12.
Greek (Liddell-Scott)
γληνοειδής: -ές, ὅμοιος γλήνῃ (σημασ. ΙΙΙ), Ἱππ. Ἄρθ. 838,
Greek Monolingual
-ές (Α γληνοειδής, -ές) γλήνη
όμοιος με γλήνη, κοίλος όπως η γλήνη τών αρθρώσεων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γληνοειδής -ές γλήνη, εἶδος concaaf, holrond. Hp. Art. 79.