πολύρρυτος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολύρ-ρῠτος, ον,<br />[[much]] or [[strong]] [[flowing]], Soph. | |mdlsjtxt=πολύρ-ρῠτος, ον,<br />[[much]] or [[strong]] [[flowing]], Soph. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[πολύρροος]]; [[πόρος]] [[ἁλμήεις]], Aesch. <i>Suppl</i>. 823; [[αἷμα]], Soph. <i>El</i>. 1410. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρῠτος:
1) обильно текущий, многоводный (πόρος ἁλμήεις Aesch.);
2) льющийся рекой (αἷμα Soph. - v.l. παλίρρυτος).
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
Greek Monolingual
και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].
Greek Monotonic
πολύρρῠτος: -ον, αυτός που ρέει πολύ ή με μεγάλη δύναμη, σε Σοφ.
Middle Liddell
πολύρ-ρῠτος, ον,
much or strong flowing, Soph.
German (Pape)
= πολύρροος; πόρος ἁλμήεις, Aesch. Suppl. 823; αἷμα, Soph. El. 1410.