νυκτίφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[appearing at night]] | |woodrun=[[appearing at night]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[erscheinend]], [[nächtlich]]</i>, Eur. <i>Hel</i>. 576. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.): generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος· καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
Greek Monolingual
νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].
Greek Monotonic
νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
νυκτί-φαντος, ον,
appearing by night, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
German (Pape)
bei Nacht erscheinend, nächtlich, Eur. Hel. 576.