νηλεόποινος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νηλεό-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />punishing without [[pity]], [[ruthlessly]] punishing, Hes. | |mdlsjtxt=νηλεό-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />punishing without [[pity]], [[ruthlessly]] punishing, Hes. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbarmherzig]] [[strafend]], ohne [[Mitleid]] [[züchtigend]]</i>, Κῆρες, Hes. <i>Th</i>. 217, wo Stob. <i>ecl. phys</i>. p. 9 [[ἠλεόποινος]], <i>[[Torheit]] [[strafend]]</i>, las; auch [[ἠλιτόποινος]] wurde [[gelesen]], was aber »[[Strafe]] [[verfehlend]], [[vermeidend]]« [[heißen]] würde, [[wonach]] Ruhnk. [[νηλιτόποινος]] [[vermutet]]; eben so [[schwankt]] die Lesart Orph. <i>Arg</i>. 1362. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, punishing ruthlessly, epithet of the Κῆρες, Hes.Th.217.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.
Russian (Dvoretsky)
νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.
Greek Monolingual
νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].
Greek Monotonic
νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.
German (Pape)
unbarmherzig strafend, ohne Mitleid züchtigend, Κῆρες, Hes. Th. 217, wo Stob. ecl. phys. p. 9 ἠλεόποινος, Torheit strafend, las; auch ἠλιτόποινος wurde gelesen, was aber »Strafe verfehlend, vermeidend« heißen würde, wonach Ruhnk. νηλιτόποινος vermutet; eben so schwankt die Lesart Orph. Arg. 1362.