μακροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μακρο-κέφᾰλος, ον [[κεφαλή]]<br />[[long]]-headed, of the Scythians, Strab.
|mdlsjtxt=μακρο-κέφᾰλος, ον [[κεφαλή]]<br />[[long]]-headed, of the Scythians, Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[langköpfig]]</i>, Hippocr.; im superl., Strab. XI.11.520.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκέφᾰλος Medium diacritics: μακροκέφαλος Low diacritics: μακροκέφαλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: makroképhalos Transliteration B: makrokephalos Transliteration C: makrokefalos Beta Code: makroke/falos

English (LSJ)

ον, long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.

Greek Monotonic

μακροκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει μακρό κεφάλι, λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
long-headed, of the Scythians, Strab.

German (Pape)

langköpfig, Hippocr.; im superl., Strab. XI.11.520.