λουτροδάϊκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λουτροδάϊκτος:''' -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο [[λουτρό]], σε Αισχύλ.
}}
{{pape
|ptext=<i>im Bade [[getötet]]</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 1067.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτροδάϊκτος Medium diacritics: λουτροδάϊκτος Low diacritics: λουτροδάϊκτος Capitals: ΛΟΥΤΡΟΔΑΪΚΤΟΣ
Transliteration A: loutrodáïktos Transliteration B: loutrodaiktos Transliteration C: loutrodaiktos Beta Code: loutroda/i+ktos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

λουτροδάϊκτος: умерщвленный в бане (Ἀχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ, sc. Ἀγαμέμνων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδροδάικτος, πυργοδάικτος].

Greek Monotonic

λουτροδάϊκτος: -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύτηκε στο λουτρό, σε Αισχύλ.

German (Pape)

im Bade getötet, Aesch. Ch. 1067.