καταστοχασμός: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστοχασμός]], ὁ (Α) [[καταστοχάζω]]<br />[[υπόνοια]], [[εικασία]], [[συμπέρασμα]].
|mltxt=[[καταστοχασμός]], ὁ (Α) [[καταστοχάζω]]<br />[[υπόνοια]], [[εικασία]], [[συμπέρασμα]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>das [[Erzielen]], [[Erraten]], die [[Mutmaßung]]</i>, DS. 1.37.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχασμός Medium diacritics: καταστοχασμός Low diacritics: καταστοχασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katastochasmós Transliteration B: katastochasmos Transliteration C: katastochasmos Beta Code: katastoxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, conjecture, D.S.1.37.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχασμός:предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.

Greek Monolingual

καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.

German (Pape)

ὁ, das Erzielen, Erraten, die Mutmaßung, DS. 1.37.