βροντησικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
m (pape replacement)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[sending]] [[thunder]] and [[lightning]], Ar.
|mdlsjtxt=<br />[[sending]] [[thunder]] and [[lightning]], Ar.
}}
{{pape
|ptext=νεφέλαι Ar. <i>Nub</i>. 266, <i>[[Blitz]] [[donnernd]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:12, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροντησικέραυνος Medium diacritics: βροντησικέραυνος Low diacritics: βροντησικέραυνος Capitals: ΒΡΟΝΤΗΣΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: brontēsikéraunos Transliteration B: brontēsikeraunos Transliteration C: vrontisikeravnos Beta Code: bronthsike/raunos

English (LSJ)

ον, sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).

Spanish (DGE)

-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροντησικέραυνος -ον βροντάω, κεραυνός die dondert en bliksemt.

Russian (Dvoretsky)

βροντησικέραυνος: испускающий гром и молнии, т. е. грозовой (νεφέλαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.

Greek Monolingual

βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


sending thunder and lightning, Ar.

German (Pape)

νεφέλαι Ar. Nub. 266, Blitz donnernd.