ἀνοίκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>[[unbeklagt]]</i>.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, Antiph. 1.25.
|ptext=<i>[[unbeklagt]]</i>.<br><b class="num">• Adv.</b>, Antiph. 1.25.
}}
}}

Revision as of 19:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίκτιστος Medium diacritics: ἀνοίκτιστος Low diacritics: ανοίκτιστος Capitals: ΑΝΟΙΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anoíktistos Transliteration B: anoiktistos Transliteration C: anoiktistos Beta Code: a)noi/ktistos

English (LSJ)

ον, A unmourned, σῶμα [Arist.] Pepl.28. II Act., pitiless, Περσεφόνης θάλαμοι IG2.3765 (Supp.p.283). Adv. -τως Antipho 1.25.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido llorado οὔνομα Arist.Pepl.28.2.
2 adv. -ως implacablemente ᾤχου ... ἀ. Φερσεφόνης θαλάμους IG 22.11594.7 (IV a.C.), κἀκεῖνον ... ἀ. αὕτη ἀπώλεσεν Antipho 1.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’inspire pas de pitié.
Étymologie: , οἰκτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίκτιστος: не вызывающий жалости, неоплаканный (οὔνομα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίκτιστος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, οὔνομα Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 74. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνηλεής· οὕτως ἐπίρρ. -τως, ἄνευ οἰκτιρμοῦ, Ἀντιφῶν 114. 10.

Greek Monolingual

ἀνοίκτιστος, -ον (Α)
1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν
2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].

Greek Monotonic

ἀνοίκτιστος: -ον, αυτός που δεν θρηνήθηκε, δεν ελεήθηκε από κανέναν, σε Ανθ.

Middle Liddell

unpitied, unmourned, Anth.

German (Pape)

unbeklagt.
• Adv., Antiph. 1.25.