Φοίβειος: Difference between revisions

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
|elrutext='''Φοίβειος:''' ион. [[Φοιβήϊος]] 3 и<br /><b class="num">1</b> фебов, посвященный Фебу ([[ἱρόν]] Her.; [[λατρεία]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> вдохновленный Фебом ([[γυνή]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:50, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phœbos.
Étymologie: Φοῖβος.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβειος: ион. Φοιβήϊος 3 и
1 фебов, посвященный Фебу (ἱρόν Her.; λατρεία Eur.);
2 вдохновленный Фебом (γυνή Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 461· Ἰωνικ. Φοιβήιος, η, ον (ὡσαύτως, ἐν Εὐρ. Ι. Α. 756 (Λυρ.), πρβλ. Ἀχίλλειος)· ― ὁ εἰς τὸν Φοῖβον ἀνήκων ἢ ἱερὸς τοῦ Φοίβου, Ἡρόδ. 6, 61, Εὐρ. Φοίν. 225, Ἀποσπ. 859· ― θηλυκ. Φοιβηίς, ίδος, Ἀνθ. Π. 9. 201, κλπ.

Greek Monolingual

-εία, -ον, θηλ. και -ος, και ιων. τ. Φοιβήϊος, -ΐη, -ον, θηλ. και Φοιβηΐς, -ΐδος, Α Φοῑβος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι αφιερωμένος στον Φοίβο.

Greek Monotonic

Φοίβειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, , -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

Φοίβειος, η, ον
of Phoebus, sacred to him, Hdt., Eur.