προσαναδίδωμι: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαναδίδωμι:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''προσαναδίδωμι:'''<br /><b class="num">1</b> [[передавать]], [[вручать]] (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);<br /><b class="num">2</b> (дополнительно), [[раздавать]] (τι Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:40, 25 November 2022
English (LSJ)
distribute or give out besides, Plb. 10.14.3; τινὶ τὴν ἀσπίδα Plu.2.241f.
German (Pape)
[Seite 749] (s. δίδωμι), dazu od. dabei in die Höhe geben, hinausreichen, Sp.; dazu vertheilen, Pol. 10, 14, 3.
French (Bailly abrégé)
f. προσαναδώσω, ao. προσανέδωκα, etc.
présenter en outre, remettre.
Étymologie: πρός, ἀναδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
προσαναδίδωμι:
1 передавать, вручать (τινι τὴν ἀσπίδα Plut.);
2 (дополнительно), раздавать (τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαναδίδωμι: δίδω ἢ διανέμω προσέτι, προσανέδωκε κλίμακας πλείους τῶν πρότερον Πολύβ. 10. 14, 3, Πλούτ. 2. 241F.
Greek Monolingual
Α
δίνω ή μοιράζω σε κάποιον κάτι επιπροσθέτως ή κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναδίδωμι «διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω»].