πολυπενθής: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ᾽ ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυπενθής:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πολυπενθής:'''<br /><b class="num">1</b> [[глубоко опечаленный]], [[удрученный горем]], [[скорбящий]] ([[ἀλκυών]], [[θυμός]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[весьма тяжелый]], [[мучительный]] ([[μόρος]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:40, 25 November 2022
English (LSJ)
ές, much-mourning, ἀλκυών Il.9.563, cf. Od.14.386; θυμός 23.15; of events, very lamentable, π. μόρος A.Pers.547 (anap.): Sup. -έστατος Plu.2.114f.
German (Pape)
[Seite 668] ές, viel od. sehr trauernd; ἀλκυών, Il. 9, 563; voc. πολυπενθές Od. 14, 386; πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν, 23, 15; leiden-, trauerreich, μόρος, Aesch. Pers. 539; auch Plut., πολυπενθέστατοι, neben βαρυλυπότατοι, Cons. ad Apoll. p. 351; – sehr betrauert, Maneth. 6, 166.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui cause une grande douleur;
2 lamentable;
Sp. πολυπενθέστατος.
Étymologie: πολύς, πένθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπενθής -ές [πολύς, πένθος] veel treurend:. πολυπενθέα θυμὸν ἔχειν diepbedroefd zijn Od. 23.15. beklagenswaardig:. μόρος het beklagenswaardige lot Aeschl. Pers. 547.
Russian (Dvoretsky)
πολυπενθής:
1 глубоко опечаленный, удрученный горем, скорбящий (ἀλκυών, θυμός Hom.);
2 весьма тяжелый, мучительный (μόρος Aesch.).
English (Autenrieth)
ές: much-mourning, deeply mournful, Il. 9.563, Od. 23.15.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ.
β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ.
γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.)
2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος («μόρον τῶν οἰχομένων... πολυπενθῆ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο-πενθής, βαρυ-πενθής].
Greek Monotonic
πολῠπενθής: -ές (πένθος), αυτός που έχει μεγάλο πένθος, εξαιρετικά θλιμμένος, σε Όμηρ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπενθής: -ές, ὁ πολὺ πενθῶν, ὁ πολλὰς λύπας ἐν ἑαυτῷ ἔχων, πολυπαθής, ἀλκυόνος πολυπενθέος οἶτον ἔχουσα Ἰλ. Ι. 563· γέρον πολυπενθὲς Ὀδ. Ξ. 386· πολυπενθέα θυμὸν Ψ. 15· ἐπὶ γεγονότων, π. μόρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· ― Ὑπερθ. -έστατος Πλούτ. 2. 114F.
Middle Liddell
πολῠ-πενθής, ές πένθος
much-mourning, exceeding mournful, Hom., Aesch.