ἡμίοπος: Difference between revisions
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίοπος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἡμίοπος:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий]] (лишь) половину отверстий: ἡ. [[αὐλός]] Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);<br /><b class="num">2</b> [[неполный]], [[маленький]] Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:35, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, (ὀπή) A with half its holes, ἡ. αὐλοί flutes with only three holes, Anacr.20; ἡ. (without αὐλός), ὁ, used metaph. of something small, A.Fr.91. II ἡμίοπον· ἥμισυ, Gal.19.102.
German (Pape)
[Seite 1169] halb durchlöchert, αὐλοί, kleine Flöten mit drei Löchern, Aesch. bei Poll. 6, 161; Ath. IV, 182 c; Hesych. μὴ τέλειοι αὐλοί.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίοπος:
1 имеющий (лишь) половину отверстий: ἡ. αὐλός Anacr. свирель с тремя отверстиями (вместо обычных шести);
2 неполный, маленький Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίοπος: -ον, (ὀπὴ) ἔχων ἡμισείας ὀπάς, ἡμίοποι αὐλοί, φέροντες μόνον τρεῖς ὀπάς, μὴ τέλειοι αὐλοί, Ἀνακρ. 19˙ ἡμ. (ἄνευ τοῦ αὐλός), ὁ, ἐν χρήσει μεταφ. ἐπὶ μικροῦ, ἀτελοῦς πράγματος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 89.
Greek Monolingual
ἡμίοπος, -ον (Α)
1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» — με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.)
2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα
3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον
ἥμισυ»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -οπος < οπή (πρβλ. πολύ-οπος)].