αἰσθητός: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. [[ | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ός, -όν Pl.<i>Mem</i>.76d]<br /><b class="num">1</b> [[perceptible a través de los sentidos]], [[sensible]] op. [[νοητός]]: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.<i>de An</i>.431<sup>b</sup>22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias</i> Phld.<i>Piet</i>.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.<i>Plt</i>.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, [[εἷς]] μὲν ὁ [[αἰσθητός]], ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰσθητόν [[el objeto sensible]] τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.<i>Ti</i>.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.<i>Metaph</i>.999<sup>b</sup>4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.<i>Iudic</i>.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.<i>M</i>.8.9<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὰ αἰσθητά]] = [[las cualidades sensibles]] op. [[αἴσθημα]] ‘[[sensación como contenido]]’, Arist.<i>Metaph</i>.1010<sup>b</sup>32, 1063<sup>b</sup>4.<br /><b class="num">2</b> adv. [[αἰσθητῶς]] = [[de manera sensible]] op. [[νοερῶς]]: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.<i>in Metaph</i>.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.<i>Col</i>.793<sup>b</sup>27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς [[αἰσθητῶς]] Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 18:57, 27 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, and ός, όν Pl.Men. 76d; sensible, perceptible, opp. νοητός, Id.Plt.285e, etc.; τὸ αἰσθητόν = object of sensation or perception, Id.Ti.37b, Arist. de An.431b22, cf. Metaph. 999b4. Adv. αἰσθητῶς Id.Col.793b27, Posidon.95, Plu.2.953c; in act. sense, Ascl.in Metaph.277.13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Pl.Mem.76d]
1 perceptible a través de los sentidos, sensible op. νοητός: ἢ αἰσθητὰ τὰ ὄντα ἢ νοητά Arist.de An.431b22, πάντα ... τὰ ... αἰσθητά τε καὶ νοητὰ [φ] ύσ[ε] ων εἴδη καὶ συν[πε] φ[υ] κότων todas las clases perceptibles y concebibles de entidades y sustancias Phld.Piet.451, ὄψει αἰ. Gorg.B 4, αἰσθηταὶ τινες ὁμοιότητες Pl.Plt.285e, εἰσὶ ὁρίζοντες δύο, εἷς μὲν ὁ αἰσθητός, ἕτερος δὲ ὁ λόγῳ θεωρητός Gem.5.55
•subst. τὸ αἰσθητόν el objeto sensible τὰ αἰσθητὰ δόξῃ περιληπτὰ μετ' αἰσθήσεως Pl.Ti.28b, cf. 37b, τὰ γὰρ αἰσθητὰ πάντα φθείρεται Arist.Metaph.999b4, οἱ καταλαμβάνοντες τὰ αἰσθητά Chrysipp.Stoic.2.90, αἰσθητήρια δι' ὧν ἅπτεται τῶν αἰσθητῶν Ptol.Iudic.5.20, τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἀληθῆ καὶ ὄντα S.E.M.8.9
•subst. τὰ αἰσθητά = las cualidades sensibles op. αἴσθημα ‘sensación como contenido’, Arist.Metaph.1010b32, 1063b4.
2 adv. αἰσθητῶς = de manera sensible op. νοερῶς: εἰ μὲν μετὰ αἰσθήσεως διαβιοῖ, αἰσθητῶς καὶ ἐνεργεῖ, εἰ δὲ νοερῶς βιοῖ, νοερῶς καὶ ἐνεργεῖ Ascl.in Metaph.277.13, τοῦτο πάσχον συνεχῶς μὲν οὐκ αἰ. δέ Arist.Col.793b27, διοιδεῖν τὴν θάλατταν καὶ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς αἰσθητῶς Posidon.217.34, τὸ ψυχρὸν αἰ. σκληρόν ἐστι Plu.2.953c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
perceptible par les sens, sensible.
Étymologie: αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
αἰσθητός: и 2 [adj. verb. к αἰσθάνομαι воспринимаемый чувствами, чувственный Plat., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσθητός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτων Μένων 76D: - ῥηματ. ἐπίθ., διὰ τῶν αἰσθήσεων ἀντιληπτός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ νοητός, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 285Ε, κτλ.: τὸ αἰσθητόν, ὅ, τι αἰσθάνεταί τις, τὸ προσπῖπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις, ὁ αὐτ. Τίμ. 37Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἀριστ. περὶ χρωμ. 3. 13., Πλούτ. 2. 953C.
Greek Monotonic
αἰσθητός: -ή, -όν και -ός, -όν, ρημ. επίθ. του αἰσθάνομαι, αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰσθάνομαι,]
perceptible by the senses, Plat.
English (Woodhouse)
capable of being perceived by the senses, perceptible by the senses
German (Pape)
wahrnehmbar, sinnlich, Plat. Tim. 37b und öfter.
• Adv., Plut.