ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> désert, solitaire;<br /><b>2</b> privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[désert]], [[solitaire]];<br /><b>2</b> privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:30, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος, desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc.; silent, νύξ Emp.49; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298: c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημαῖος:
1 безлюдный, пустынный, безмолвный (νύξ Emped.; αἰπόλια Anth.);
2 лишенный (τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

Greek Monolingual

ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρημαῖος, η, ον poet. for ἐρῆμος
desolate, solitary, Mosch.: c. gen. bereft of, Anth.