τίτυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sorte de grand singe à courte queue;<br /><b>2</b> bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[sorte de grand singe à courte queue]];<br /><b>2</b> bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:04, 28 November 2022

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de grand singe à courte queue;
2 bélier avec une sonnette au cou pour conduire le troupeau.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(δωρ. τ.)
1. βραχύουρος πίθηκος
2. (στη Λακωνία) τιτυρίς
3. ως κύριο όν. Τίτυρος
α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.)
β) σύνηθες όνομα ποιμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ. με διπλασιασμό. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. από την περιοχή της Μικράς Ασίας, σχετική με τη λατρεία του Διονύσου (βλ. και λ. Σάτυρος). Κατ' άλλη άποψη, τόσο η λ. Τί-τυ-ρος όσο και η λ. Σά-τυ-ρος ανάγονται σε ΙΕ ρίζα tū- «φουσκώνω, πρήζομαι»].
(II)
ὁ, Α
κάλαμος ή αυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το κύριο όνομα Τίτυρος (βλ. λ. τίτυρος [Ι])].
(III)
και τιτύρας, ὁ, Α
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ.].

Frisk Etymology German

τίτυρος: {títuros}
Forms: (τι-; metr. Dehnung?)
Grammar: m.
Meaning: Bock (Sch. Theok. 3, 2; -ίς Phot.), ‘Leitbock, -hammel' (dor.; Serv. ad Verg. E. Prooem.), = Σάτυρος (Ael.), aber Τίτυροι von Σάτυροι und Σιληνοί unterschieden (Str. 10, 3, 15); Bez. eines kurzgeschwänzten Affen (Thphr.; vgl. σάτυρος); N. eines Schafhirten (Theok., Verg.), Vater des Dichters Ἐπίχαρμος (Suid.), Τιτυρεία γυνά (Larissa IIIa).
Derivative: Auch τιτύρινος (αὐλός) Hirtenpfeife (Ath., H.); -ιστής m. Pfeifer (App.; nach κιθαριστής u.a.; τίτυρος auch = κάλαμος H.). Zu τίτυρος = ὄρνις s. τιτιγόνιον.
Etymology : Reduplikationsbildung unbek. Herkunft. Wie das laut- und sinnähnliche σάτυρος (s.d.) von Solmsen IF 30, 32ff. zu idg. tū̆- schwellen gezogen; ebenso Τιτυός (eig. "der Geile"). Ähnlich Brugmann IF 39, 114ff. (τι- verstärkend wie σα- in σά- τυρος; vgl. Kretschmer Glotta 13, 270f.). Ablehnend Nehring Glotta 14, 158ff., der beide Wörter als kleinasiatisch betrachtet. Für kleinasiat.-mediterranen Ursprung auch Deroy Par. del Pass. 17, 421 ff.: -τυρος zu ταῦρος (nach D. ebenfalls kleinasiatisch).
Page 2,905-906

German (Pape)

ὁ (s. Τίτυρος), = σάτυρος, eine geschwänzte Affenart, Theophr. char. 5; vgl. Ael. V.H. 3.40 und Schol. zu Theocr. id. 3. – Bei den Lakedämoniern der Leitbock, Serv. ad Virg. Ecl. 1.