θεμίζω: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=juger, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=juger, punir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θεμίζο]]μαι régler d'après la justice.<br />'''Étymologie:''' [[θέμις]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:51, 28 November 2022
English (LSJ)
(θέμις) judge, punish, imper. θεμιζέτω,= μαστιγούτω, νομοθετείτω (Cret.), Hsch.; θεμισσέτω Paus.Gr.Fr.202:—Med., aor. part. θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pi.P.4.141.
German (Pape)
[Seite 1194] richten, = θεμιστεύω, Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους ὀργάς Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.
French (Bailly abrégé)
juger, punir;
Moy. θεμίζομαι régler d'après la justice.
Étymologie: θέμις.
Russian (Dvoretsky)
θεμίζω: творить суд, судить; med. управлять по закону, перен. сдерживать, обуздывать (ὀργάς Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμίζω: (θέμις) δικάζω, κρίνω, τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.
English (Slater)
θεμίζω govern rightly “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν” (P. 4.141)
Greek Monolingual
θεμίζω (Α) θέμις (Ι)]
1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω
μαστιγούτω, νομοθετείτω»
3. μέσ. θεμίζομαι
ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θεμίζω: (θέμις), κρίνω, εκδικάζω· Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.
Middle Liddell
θεμίζω, θέμις
to judge:—Mid., θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pind.