ὑποχρίω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ | |btext=enduire par dessous ; <i>particul.</i> teindre <i>ou</i> farder le bord des yeux : τινα de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑποχρίομαι]] se teindre <i>ou</i> se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χρίω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:12, 28 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], smear under or on, besmear, anoint, τινί τι Hdt. 2.86, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.
French (Bailly abrégé)
enduire par dessous ; particul. teindre ou farder le bord des yeux : τινα de qqn;
Moy. ὑποχρίομαι se teindre ou se farder : τοὺς ὀφθαλμούς XÉN le bord des yeux.
Étymologie: ὑπό, χρίω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχρίω: смазывать, намазывать (τινί τι Her.): ὑ. τινί Xen. подмазывать кому-л. глаза; ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς Xen. подводить себе глаза.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχρίω: [ῑ], χρίω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, Λατ. sublinere, τινί τι Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἀγμ. 765· τοὺς κοσμητάς, οἳ ὑποχρίουσί τε καὶ ἐντρίβουσιν αὐτοὺς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 8. 20. ― Μέσ., καὶ ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς (πρβλ. ὑπογράφω V)... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοιντο ἢ εἰσὶ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 1, 41· ἀλείφομαι ὀλίγον, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ χρίω
αλείφω αποκάτω ή λίγο
αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ψιμυθιώνω, φτιασιδώνω τα κάτω από τους οφθαλμούς μέρη («ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμοὺς... ὡς εὐοφθαλμότεροι φαίνοντο ἢ εἰσι», Ξεν.).
Greek Monotonic
ὑποχρίω: [ῑ], αλείφω από κάτω ή επαλείφω, τί τινι, σε Ηρόδ.· ὑποχρίω τινί, βάφει το πρόσωπό του κάτω από τα μάτια, σε Ξεν. — Μέσ., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς, βάφω τα μάτια μου από κάτω, στον ίδ.
Middle Liddell
to smear under or upon, τί τινι Hdt.; ὑπ. τινί to paint his face under the eyes, Xen.:—Mid., ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς to paint one's own eyes underneath, Xen.
Léxico de magia
ungir κοινὰ ἢ ὅτι ἂν θέλῃς γράφων, χεῖρα ὑπόχρισον (añade) lo usual o escribe lo que quieras y unge tu mano P VII 997
German (Pape)
(χρίω), darunter od. daran streichen, anstreichen, bes. die Teile des Gesichts unter den Augen schminken, τινί, Xen. Cyr. 8.8.20, und im med., sich selbst, 8.1.41 und Sp.