δρυάς: Difference between revisions
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπό τό [[δρῦς]] (=βαλανιδιά). Παράγωγα τοῦ [[δρῦς]]: δρύινος, [[δρυμός]] (=[[δάσος]] ἀπό βαλανιδιές), [[δρυμώδης]], [[δρυοκολάπτης]] (=[[ξυλοφάγος]]), [[δρυοτόμος]]. | |mantxt=ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπό τό [[δρῦς]] (=[[βαλανιδιά]]). Παράγωγα τοῦ [[δρῦς]]: δρύινος, [[δρυμός]] (=[[δάσος]] ἀπό βαλανιδιές), [[δρυμώδης]], [[δρυοκολάπτης]] (=[[ξυλοφάγος]]), [[δρυοτόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 November 2022
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
seul. gén. pl. δρυάδων;
pièces formant la quille d'un navire.
Étymologie: δρῦς.
Greek Monolingual
δρυάς, ο (Μ)
δάσος από βαλανιδιές, δρυμός.
η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες)
νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως του δέντρου «δρύς»
νεοελλ.
αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά στο κάτω
μσν.
δάσος από βαλανιδιές
αρχ.
είδος φιδιού.
Mantoulidis Etymological
ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπό τό δρῦς (=βαλανιδιά). Παράγωγα τοῦ δρῦς: δρύινος, δρυμός (=δάσος ἀπό βαλανιδιές), δρυμώδης, δρυοκολάπτης (=ξυλοφάγος), δρυοτόμος.