συνδιαίτησις: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.
|elnltext=συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] [[het samenleven]], [[relatie]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐαίτησις Medium diacritics: συνδιαίτησις Low diacritics: συνδιαίτησις Capitals: ΣΥΝΔΙΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: syndiaítēsis Transliteration B: syndiaitēsis Transliteration C: syndiaitisis Beta Code: sundiai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, living together, intercourse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; συνδιαίτησις εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.

Greek Monotonic

συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.

Middle Liddell

συνδιαίτησις, εως, [from συνδιαιτάομαι
a living together, intercourse, Plut.