ζῳογλύφος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer. | |elnltext=ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] [[beeldhouwer]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.
Russian (Dvoretsky)
ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].
Greek Monotonic
ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.