γυιαρκής: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt. | |elnltext=γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] [[die de ledematen versterkt]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:47, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.
Spanish (DGE)
-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.
Russian (Dvoretsky)
γυιαρκής: укрепляющий члены, т. е. освежающий (νωδυνία Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.
English (Slater)
γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)
Greek Monolingual
γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt.