κακόβιος: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend. | |elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] [[in ellende levend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.
German (Pape)
[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.
Greek Monolingual
κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].
Greek Monotonic
κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.