κακόβιος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
|elnltext=κακόβιος -ον [κακός, βίος] [[in ellende levend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβῐος Medium diacritics: κακόβιος Low diacritics: κακόβιος Capitals: ΚΑΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: kakóbios Transliteration B: kakobios Transliteration C: kakovios Beta Code: kako/bios

English (LSJ)

ον, living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.

Greek Monolingual

κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].

Greek Monotonic

κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

κᾰκό-βιος, ον
living ill or poorly, Hdt., Xen.