κραιπνοφόρος: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend. | |elnltext=κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] [[snel dragend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.
Russian (Dvoretsky)
κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).
Greek Monolingual
κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.
Middle Liddell
κραιπνο-φόρος, ον φέρω
swift-bearing, αὖραι Aesch.
German (Pape)
schnell tragend (oder minder gut κραιπνόφορος, sich schnell bewegend, schnell hinschwebend), αὖραι Aesch. Prom. 132.