προπηλάκισις: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening. | |elnltext=προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] [[smadelijke bejegening]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, contumelious treatment, τὰς τῶν οἰκείων π. τοῦ γήρως Pl.R.329b.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, = Folgendem, Plat. Rep. I, 329 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπηλάκισις -εως, ἡ [προπηλακίζω] smadelijke bejegening.
Russian (Dvoretsky)
προπηλάκῐσις: εως (ᾰ) ἡ оскорбление, поношение, обида, попреки (αἱ προπηλακίσεις τινός Plat.).
Greek Monotonic
προπηλάκῐσις: ἡ, υβριστική συμπεριφορά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
προπηλάκῐσις: -εως, ἡ, τὸ προπηλακίζειν περιφρόνησις, ἐξουδένωσις, τὰς τῶν οἰκείων πρ. τοῦ γήρως Πλάτ. Πολ. 329Β.
Middle Liddell
προπηλάκῐσις, εως, [from προπηλᾰκίζω]
contumelious treatment, Hdt., Plat. Dem.