προλεσχηνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.
|elnltext=προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] [[van tevoren besprekingen houden]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεσχηνεύομαι Medium diacritics: προλεσχηνεύομαι Low diacritics: προλεσχηνεύομαι Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΗΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: proleschēneúomai Transliteration B: proleschēneuomai Transliteration C: proleschineyomai Beta Code: prolesxhneu/omai

English (LSJ)

converse first, hold conversations with one before, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Hdt.6.4.

German (Pape)

[Seite 732] vorher plaudern, reden mit Einem, τινί, Her. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

s'entretenir auparavant : τινι περί τινος de qch avec qqn.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προλεσχηνεύομαι [πρόλεσχος] van tevoren besprekingen houden.

Russian (Dvoretsky)

προλεσχηνεύομαι: ранее беседовать (τινι περί τινος Her.).

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) συζητώ, συνομιλώ προηγουμένως («προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεσχηνεύω «συζητώ, συνομιλώ»].

Greek Monotonic

προλεσχηνεύομαι: αποθ., συνδιαλέγομαι με κάποιον από πριν, με δοτ. προσ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προλεσχηνεύομαι: ἀποθ., προλαλῶ, προδιαλέγομαι, προλελεσχηνευμένων αὐτῷ ἀποστάσιος πέρι Ἡρόδ. 6. 4.

Middle Liddell


Dep. to hold conversations with one before, c. dat. pers., Hdt.