δωροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] [[geschenken brengend]].
|elnltext=δωροφόρος -ον [[[δῶρον]], [[φέρω]]] [[geschenken brengend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:56, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροφόρος Medium diacritics: δωροφόρος Low diacritics: δωροφόρος Capitals: ΔΩΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dōrophóros Transliteration B: dōrophoros Transliteration C: doroforos Beta Code: dwrofo/ros

English (LSJ)

ον, bringing presents, Pi.P.5.86, f.l. in Epigr. ap. Ath.5.209e (Archimelos); tributary, Euph.78.

Spanish (DGE)

-ον
1 que lleva regalos ἄνδρες Pi.P.5.86, χεῖρες epigr. en SHell.982.9, cf. Nonn.D.5.214, 574, φυλαί ZPE 7.1971.211 (Dídima III/II a.C.).
2 de pueblos portador de tributo, tributario Αἰθίοπες Callix.2 (p.173), esp. ref. los mariandinos como grupo o clase social δωροφόροι καλεοίαθ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας Euph.58, cf. Callistr.Arist.4, Poll.3.83, Hsch., euf. por δοῦλος Eust.1090.55.

German (Pape)

[Seite 696] Geschenke darbringend, Pind. P. 5, 86; zinsbar, Euphor. bei Ath. VI, 263 d; καρπῶν Archimel. 1 (App. 15).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte des présents ; particul. tributaire.
Étymologie: δῶρον, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροφόρος -ον [δῶρον, φέρω] geschenken brengend.

Russian (Dvoretsky)

δωροφόρος: Pind. = δωροφορικός.

English (Slater)

δωροφόρος bearing gifts ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (P. 5.86)

Greek Monolingual

δωροφόρος, -ον (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. ο φόρου υποτελής.

Greek Monotonic

δωροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει τα δώρα, σε Πίνδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δωροφόρος: -ον, φέρων δῶρα, Πίνδ. Π. 5. 116· ὑποτελεῖς φόρου, ὡς οἱ Μαριανδυνοὶ ἐκαλοῦντο ἐν σχέσει πρὸς τοὺς Ἡρακλεώτας, Εὐφορ. Ἀποσπ. 73· δ. καρπῶν Ἀνθ. ΙΙ. παραρτ. 15.

Middle Liddell

δωρο-φόρος, ον φέρω
bringing presents, Pind., Anth.