πολύστυλος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] [[met veel zuilen]]. | |elnltext=πολύστυλος -ον [[[πολύς]], [[στῦλος]]] [[met veel zuilen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:01, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.
German (Pape)
[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
Russian (Dvoretsky)
πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].
Greek Monotonic
πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.