πλειστοβόλος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen). | |elnltext=πλειστοβόλος -ον [[[πλεῖστος]], [[βάλλω]]] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
ον (parox.), throwing high, of dicers, AP7.422 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 628] am meisten, das Meiste werfend, sehr viel werfend, vom Würfelspiel, Leon. Tar. 84 (VII, 422).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui amène le plus fort point au jeu de dés.
Étymologie: πλεῖστος, βάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλειστοβόλος -ον [πλεῖστος, βάλλω] die de hoogste ogen gooit (bij dobbelen).
Russian (Dvoretsky)
πλειστοβόλος: выбрасывающий больше всего очков, т. е. наиболее счастливый в игре Anth.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον παίκτη της πλειστοβολίνδας) αυτός που ρίχνει τις περισσότερες βολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.
Greek Monotonic
πλειστοβόλος: -ον, ρίχνω τα περισσότερα, λέγεται γι' αυτούς που παίζουν ζάρια, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ τὰ πλεῖστα βάλλων, ἐπιτυγχάνων πολύ, ἐπὶ κυβευτῶν, Ἀνθ. Π. 7. 423.