κοινόφρων: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοινόφρων -ον [[[κοινός]], [[φρήν]]] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.
|elnltext=κοινόφρων -ον [[[κοινός]], [[φρήν]]] [[eensgezind]]:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόφρων Medium diacritics: κοινόφρων Low diacritics: κοινόφρων Capitals: ΚΟΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: koinóphrōn Transliteration B: koinophrōn Transliteration C: koinofron Beta Code: koino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, like-minded with, τινι E.Ion577, IT1008.

German (Pape)

[Seite 1469] ονος, gleichgesinnt, πατρί Eur. Ion 577, vgl. I. T. 1008.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
en communauté de sentiments avec, τινι.
Étymologie: κοινός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινόφρων -ον [κοινός, φρήν] eensgezind:. κοινόφρων πατρί eensgezind met je vader Eur. Ion 577.

Russian (Dvoretsky)

κοινόφρων: 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).

Greek Monolingual

κοινόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει κοινά φρονήματα, κοινή γνώμη με κάποιον, ομόφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φρων (< φρήν), πρβλ. κερδαλεό-φρων, παρά-φρων].

Greek Monotonic

κοινόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει την ίδια γνώμη, τινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόφρων: -ον, (φρὴν) ἔχων κοινὸν φρόνημα μετά τινος, τινὶ Εὐρ. Ἴων 577, Ι. Τ. 1008.

Middle Liddell

κοινό-φρων, ον, φρήν
like-minded with, τινί Eur.