σαύνιον: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[javelot]];<br /><b>2</b> verge de l'homme.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d'origine inconnue.
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[javelot]];<br /><b>2</b> [[verge de l'homme]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt d'origine inconnue.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαύνιον Medium diacritics: σαύνιον Low diacritics: σαύνιον Capitals: ΣΑΥΝΙΟΝ
Transliteration A: saúnion Transliteration B: saunion Transliteration C: saynion Beta Code: sau/nion

English (LSJ)

or σαυνίον, τό, A javelin, Men.508, Str.15.1.66, 15.3.18, D.S.14.27, D.H.4.17, prob. in IG22.1641.55. II membrum virile, Cratin.443.

German (Pape)

[Seite 865] od. σαυνίον, τό, wie ἀκόντιον, 1) der Wurfspieß (Samnitibus nomen factum propter genus hastae, quod σαύνια appellant Graeci, Festus), D. S. 1, 86. 14, 27. – 2) das männliche Glied, Cratin. bei Poll. 10, 143.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 javelot;
2 verge de l'homme.
Étymologie: DELG emprunt d'origine inconnue.

Russian (Dvoretsky)

σαύνιον: и σαυνίον τό метательное копье, дротик (у ряда негреческих народов) Men., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

σαύνιον: ἢ σαυνίον, τό, ἀκόντιον, Μένανδρ. ἐν «Φιλαδέλφοις» 2, Στράβ. 717, 734, Διόδ. 14. 27, κτλ. Ὁ Festus ἐτυμολογεῖ τὸ Λατ. Samnites ἐκ τῆς λέξεως ταύτης, παρὰ δὲ Στράβ. 250 ὁ τύπος Σαυνῖται μνημονεύεται ὡς γνήσιος Ἑλληνικὸς τύπος (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ φέρεται παρ’ αὐτῷ Σαννῖται, 249 κἑξ.)· οὕτω Σαυνῖτις (δηλ. χώρα), ἡ, Samnium, Πολύβ. 3. 90, 7. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 122. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαυνίον· ἀκόντιον βαρβαρικόν, καὶ σαθρόν, χαῦνον, ἀσθενὲς παρὰ Κρατίνῳ».

Greek Monolingual

και σαυνίον, τὸ, Α
1. ακόντιο, ιδίως βαρβαρικό («θηρεύουσι δὲ σαυνία ἀφ' ἵππων βάλλοντες», Στράβ.)
2. μτφ. (με κωμ. σημ.) το ανδρικό μόριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σαθρόν, χαῡνον, ἀσθενές».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης].

Greek Monotonic

σαύνιον: ή σαυνίον, τό, ακόντιο αγώνων, σε Μένανδρ., Στράβ. (Ξένη λέξη).

Middle Liddell

σαύνιον, ορ σαυνίον, ου, τό,
a javelin, Menand., Strab. [Foreign word.]