κρουσίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, sc. [[μέλος]], = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1514.png Seite 1514]] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, ''[[sc.]]'' [[μέλος]], = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:14, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουσίθῠρος Medium diacritics: κρουσίθυρος Low diacritics: κρουσίθυρος Capitals: ΚΡΟΥΣΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: krousíthyros Transliteration B: krousithyros Transliteration C: krousithyros Beta Code: krousi/quros

English (LSJ)

[ῐ], ον, knocking at the door: τὸ κ. (sc. μέλος) serenade, Trypho ap.Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1514] an die Thür klopfend; τὸ κρουσίθυρον, sc. μέλος, = θυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.

Greek (Liddell-Scott)

κρουσίθῠρος: -ον, κρούων τὴν θύραν· τὸ κρ. (ἐξυπ. μέλος), κοινῶς «πατηνάδα», «σερενάδα», Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C· ὡσαύτως θυροκοπικόν.

Greek Monolingual

κρουσίθυρος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά την πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το κρουσίθυρον (ενν. μέλος)
νυκτωδία, σερενάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, ψευδοδί-θυρος. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].