γλύκων: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γλύκων]] -ωνος, ὁ [[γλυκύς]] alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.). | |elnltext=[[γλύκων]] -ωνος, ὁ [[γλυκύς]] alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. <i>Eccl</i>. 985. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλύκων]], ο (Α)<br /><b>ειρων.</b> [[απονήρευτος]], [[αφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]]. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα <i>Γλύκων</i> ([[πρβλ]]. [[πλατύς]]- [[Πλάτων]]), απ' όπου προήλθε και το επίθ. [[γλυκώνειος]]]. | |mltxt=[[γλύκων]], ο (Α)<br /><b>ειρων.</b> [[απονήρευτος]], [[αφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλυκύς]]. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα <i>Γλύκων</i> ([[πρβλ]]. [[πλατύς]]- [[Πλάτων]]), απ' όπου προήλθε και το επίθ. [[γλυκώνειος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 30 November 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, sweet one: ὦ γλύκων you dear sílly creature! Ar. Ec.985.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
dulce amigo en sent. irón., Ar.Ec.985
• def. como εὐήθης Hsch., EM 235.6G., Phot.γ 155.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύκων -ωνος, ὁ γλυκύς alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.).
German (Pape)
ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. Eccl. 985.
Russian (Dvoretsky)
γλύκων: (ῠ) ὁ милый друг (только voc. ὦ γ. Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
γλύκων: ὁ, ὁ γλυκύς, ὦ γλύκων, ὡς τὸ ὦ γλυκύτατε (γλυκὺς I. 2), προσφώνησις οἰκειότητος περιλαμβάνουσα καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ καλούμενος φίλος εἶναι εὐήθης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 985.
Greek Monolingual
γλύκων, ο (Α)
ειρων. απονήρευτος, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα Γλύκων (πρβλ. πλατύς- Πλάτων), απ' όπου προήλθε και το επίθ. γλυκώνειος].